καταστροφισμός

καταστροφισμός
ο
1. μανία καταστροφής
2. γεωλ. α) θεωρία σύμφωνα με την οποία οι διαφορές μεταξύ τών απολιθωμάτων μιας στρωματογραφικής σειράς οφείλονται σε περιοδικές καταστροφές και σε νέες δημιουργίες ζωής
β) θεωρία που ερμηνεύει τη γεωλογική ιστορία τής γης ως σειρά εναλλαγών από ορογενέσεις, επικλύσεις και αποσύρσεις τών θαλασσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταστροφισμός — ο θεωρία σύμφωνα με την οποία η οργανική ζωή που υπήρχε κάθε φορά στη Γη καταστρεφόταν εξαιτίας επανειλημμένων τεράστιων κατακλυσμών (αντίθ. προς τη θεωρία της «εξέλιξης») …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”